κυπαρισσένιος

κυπαρισσένιος
-α, -ο [κυπαρίσσι]
1. αυτός που κατασκευάστηκε από ξύλο κυπαρισσιού
2. ψηλός και λυγερός σαν κυπαρίσσι («κυπαρισσένιο κορμί»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κυπαρισσένιος, -ια, -ιο — 1. ο κατασκευασμένος από ξύλο κυπαρισσιού. 2. ευθυτενής σαν κυπαρίσσι: Κορμί κυπαρισσένιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυπάρισσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Η παράδοση τον αναφέρει ως ωραιότατο έφηβο, ευνοούμενο του θεού Απόλλωνα. Σύμφωνα με τον μύθο, όταν κάποτε σκότωσε άθελά του το αγαπημένο του ελάφι, η θλίψη του ήταν αφόρητη και ο Απόλλωνας για να τον λυτρώσει τον… …   Dictionary of Greek

  • κυπαρίσσι — Ονομασία οκτώ οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 156 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριταίας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 940 μ., 111 κάτ.) του… …   Dictionary of Greek

  • κυπαρίσσινος — η, ο (AM κυπαρίσσινος, ίνη, ον, Α αττ. τ. κυπαρίττινος, ίνη, ον) [κυπάρισσος] κυπαρισσένιος («λάρνακας κυπαρισσίνας», Θουκ.) μσν. αρχ. αυτός που ανήκει σε κυπαρίσσι ή εξάγεται από κυπαρίσσι («κυπαρισσίνη ρητίνη», Γαλ.) αρχ. (για ποτό) αυτό που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”